- οζονισμός
- οβλ. οζοντισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
οζοντισμός — και οζονισμός, ο χημ. χημική διεργασία που συνίσταται στην κατεργασία ενός σώματος με όζον για τη χημική μετατροπή του ή την αποστείρωση του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ozonisation (< όζον* + ισμός*)] … Dictionary of Greek